- λεπιδόλιθος
- Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο K(Li,Al)3(Si,Al)4O10(F,OH)2. Ο λ. αποτελεί σημαντική πηγή λιθίου και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας συνήθως τραπεζοειδή ή φυλλοειδή συσσωματώματα. Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική λέξη λέπος, δηλαδή φλοιός ή φλούδα, και οφείλεται στη φυλλώδη εμφάνιση των δειγμάτων του. Εμφανίζεται με χρώμα ρόδινο, λευκό, πορφυρό, ενώ μερικές φορές είναι τελείως άχρωμος. Ο λ. είναι πολύ μαλακός με σκληρότητα 2,5-4 της σκληρομετρικής κλίμακας Μος. Το ειδικό του βάρος είναι 2,8-2,9 gr/cm3. Ο λ. εμφανίζεται συνήθως σε πυριγενή πετρώματα, όπως ο γρανίτης και ο πηγματίτης. Απαντάται κυρίως στον Καναδά, στην Ιταλία, στην Τσεχία, στη Μαδαγασκάρη, στην Ιαπωνία, στη Μοζαμβίκη και στη Σουηδία.
* * *ο(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού βασικού καλίου και τού λιθίου, που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί το πιο διαδεδομένο ορυκτό τού λιθίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lepidolite < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + lite (< λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.